- χνουδάτος
- -η, -ο, Ναυτός τού οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός («χνουδάτο ύφασμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. -άτος (πρβλ. μελ-άτος, χιον-άτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χνουδάτος — η, ο αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι, χνουδωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χνουδωτός — ή, ό χνουδάτος, αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι: Το πρόσωπό της είναι χνουδωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)